Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κελητίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κελητίζω, μέλ. -ίσω (κέλης), ιππεύω, επιβαίνω σε άλογο, λέγεται για κάποιον που ιππεύει ένα ή περισσότερα άλογα και αναπηδά από το ένα στο άλλο, σε Ομήρ. Ιλ.