Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἱερός"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
ἱερός, , -όν και ός, όν, Ιων. και ποιητ. τύπος ἱρός, , -όν· I. υπεράνθρωπος, δυνατός, πανίσχυρος, θεϊκός, εξαίσιος, θαυμάσιος, σε Όμηρ.· συχνά, χρησιμ. όπως το θεσπέσιος, για να εκφράσει θαυμασμό, δέος ή έκπληξη· ἱερὸν τέλος, ἱερὸς στρατός, ένδοξο, λαμπρό στράτευμα, στον ίδ.· ἱερὸς δίφρος, εξαίσιο, λαμπρό άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐχ ἱερόν, καθόλου σημαντικό ζήτημα, ανάξιο λόγου, σε Θεόκρ. II. 1. ιερός, άγιος, Λατ. sacer, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἱερὸς πόλεμος, ιερός, καθαγιασμένος πόλεμος, πόλεμος εναντίον ιεροσύλων, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἱρὰ γράμματα, = ἱερογλυφικά, σε Ηρόδ.· ἱερὸν τὸ σῶμα τῷ Θεῷ διδόναι, λέγεται για κάποιον που αφιερώνεται στον θεό, σε Ευρ.· ἱερὸς νόμος, ο νόμος περί της θυσίας, σε Δημ.· λέγεται για τους Ρωμαίους δημάρχους = sacrosanctus, απαραβίαστος, σε Πλούτ.· αντί ἱερὰ καὶ ὅσια, βλ. ὅσιος. 2. λέγεται για βασιλιάδες, ήρωες, κ.λπ., και για την αντίληψη ότι οι θεοί τούς προστατεύουν, σε Πίνδ., Σοφ. III. ως ουσ.: 1.ἱερά, Ιων. ἱρά, τά, προσφορές, θυσίες, θύματα· ἱερὰ ῥέζειν, Λατ. sacra facere, operari, σε Ομήρ. Ιλ.· ἱερὰ ἔρδειν, σε Ησίοδ.· θῦσαι ἱρά, σε Ηρόδ.· μετά τον Όμηρο, δηλώνει τα εντόσθια του θυσιασθέντος σφαγίου από τα οποία πραγματοποιούσαν την οιωνοσκοπία· τὰ ἱερὰ καλὰ ἦν, σε Ξεν.· ή απλώς, τὰ ἱερὰ γίγνεται, στον ίδ.· γενικά, ιερά πράγματα ή ιερές τελετές, Λατ. sacra, σε Ηρόδ. 2.ἱερόν, Ιων. ἱρόν, τό, ιερός χώρος, τόπος, ναός, στον ίδ., Αττ. 3. ἱρὸν τῆς δίκης, ιερή αρχή του δικαίου, σε Ευρ. IV.ειδικές εκφράσεις: 1. ἱερὸς λόχος, βλ. λόχος I. 4. 2. ἱερὰ νόσος, , επιληψία, λέπρα, σε Ηρόδ. 3. ἡ ἱερὰ ὁδός, ιερός δρόμος που οδηγούσε προς τους Δελφούς, στον ίδ. 4. ἡ ἱερά (ενν. τριήρης), λέγεται για το πλοίο που οι Αθηναίοι έστελναν στη Δήλο, δηλ. είτε για τη Σαλαμινία είτε για την Παράλο, σε Δημ. 5. ἱερὰ νῆσος, μία νήσος από το συγκρότημα των Λιπαραίων νήσων, σε Θουκ. V. επίρρ. ἱερῶς, ιερά, άγια, σε Πλούτ.
ἱεροσῡλέω, μέλ. -ήσω, ληστεύω ναό, πραγματοποιώ ιεροσυλία, βεβηλώνω, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με αιτ., ἱεροσυλέω τὰ ὅπλα, κλέβω τα ιερά όπλα, σε Δημ.
ἱεροσῡλία, , βεβήλωση ιερού, σύληση ναού, ιεροσυλία, σε Ξεν., Πλάτ.
ἱερό-σῡλος, (συλάω), αυτός που βεβηλώνει το ναό, ιερόσυλος, Λατ. sacrilegus, σε Αριστοφ., Πλάτ.