Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λόχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λόχος, (λέγω Α)· I. ενέδρα, δηλ.: 1. τόπος ενέδρας, τόπος παραφύλαξης, σε Όμηρ., Ευρ. 2. η πράξη της ενέδρας, λόχον εἶσαι, στήνω ενέδρα, σε Όμηρ.· λέγεσθαι ἐς λόχον, βρίσκομαι σε ενέδρα, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. αντικ., λόχος θείοιο γέροντος, ο τρόπος να τον παραφυλάς, σε Ομήρ. Οδ. 3. άντρες που στήνουν ενέδρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. 4. κάθε ένοπλο σώμα στρατιωτών (μόνο πεζών), σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· σώμα στρατιωτών, όμιλος, σύνταγμα, σε Ξεν.· κατά τους Σπαρτιάτες, ο λόχος ήταν το τέταρτο ή πέμπτο μέρος της μόρας, σε Ηρόδ.· ὁ ἱερὸς λόχος, ιερό στρατιωτικό σώμα της Θήβας, σε Πλούτ. 5. κάθε σώμα λαού, σωματείο για πολιτικούς σκοπούς, σε Ξεν., κ.λπ.· χρησιμ. ως μετάφραση του Ρωμ. centuria, σε Πλούτ., κ.λπ. II. τοκετός, γέννα, σε Αισχύλ.