Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἰσθμός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἰσθμός, -οῦ, (εἶμι, ibo), λαιμός (βλ. ἴσθμιον1. οποιοδήποτε στενό πέρασμα· ιδίως, λωρίδα γης μεταξύ δύο θαλασσών, ισθμός, διώρυγα, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. ὁ Ἰσθμός απλώς, ο Ισθμός της Κορίνθου, σε Ηρόδ.