LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἴσθμιον"
- ἴσθμιον, τό (ἰσθμός)· I. οτιδήποτε ανήκει στον λαιμό, περιδέραιο, σε Ομήρ. Οδ. II. Ἴσθμια (ενν. ἱερά), τά, Ισθμικοί αγώνες, που διεξάγονταν ανά τριετία στον Ισθμό της Κορίνθου, σε Αριστοφ. κ.λπ.