Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἧλος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἧλος, Δωρ. ἇλος, , 1. το καρφί· στον Όμηρ. χρησιμ. μόνο σαν διακοσμητικό στολίδι, καρφί πλατυκέφαλο. 2. μετά τον Όμηρ., καρφί που χρησιμοποιείται για σύνδεση, ένωση με..., σε Πίνδ., Ξεν. κ.λπ.
ἠλός, υποτιθέμενη ονομ. της κλητ. ἠλέ, βλ. ἠλεός.