Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἠλεός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἠλεός, , -όν (ἀλάομαι), 1. πλανημένος, άφρων, ανόητος, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με αποκοπή ἠλέ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠλεά ως επίρρ., ανόητα, με άμυαλο τρόπο, σε Ανθ. 2. Ενεργ., αυτός που επιφέρει μανία, που διαταράσσει τη νοητική ισορροπία· οἶνος, σε Ομήρ. Οδ.