Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἦδος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἦδος, -εος, τό (ἁνδάνω), ηδονή, ευφροσύνη, τέρψη, απόλαυση· δαιτὸς ἦδος, απόλαυση από ή μέσω της γιορτής, σε Όμηρ.· ἀλλὰτί μοι τῶν ἦδος;, ποια ευχαρίστηση έχω από αυτά;, σε Ομήρ. Ιλ.
ἦδ'ὅς, αντί ἔφη ἐκεῖνος, βλ. ἠμί.