LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἠμί"
- ἠμί, λέγω, Λατ. inquam· χρησιμοποιείται για να επαναλάβει κάτι με έμφαση· παῖ ἠμί, παῖ, παιδί, λέω, παιδί! σε Αριστοφ.· παρατ. ἦν, γʹ ενικ. ἦ· ἦ, καὶ ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα, είπε, και κράτησε το χέρι του..., σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ., ἦν δ' ἐγώ, είπα εγώ, σε Πλάτ.· ἦ δ' ὅς, είπε αυτός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
- ἡμῐ-, αχώριστο μόριο, πρώτο συνθετικό που σημαίνει «μισός», Λατ. semi-.