Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔμπορος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔμ-πορος, -ον (ἐν, πόρος, πρβλ. περάω),· I. αυτός που επιβιβάζεται πάνω σε πλοίο ως επιβάτης, Λατ. vector, σε Ομήρ. Οδ. II. ὁ ἐν πόρῳ ὤν, αυτός που ταξιδεύει, ταξιδιώτης, περιπλανώμενος, εμπορευόμενος, σε Τραγ. III. έμπορος, αυτός που διεξάγει εμπορικές συναλλαγές, Λατ. mercator, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., ἔμπορος βίου, αυτός που εμπορεύεται μέσα στην ζωή, σε Ευρ.