Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περάω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
περάω (Α), Επικ. απαρ. περάαν· Ιων. γʹ ενικ. προστ. περάασκε· μέλ. περάσω [ᾱ], Ιων. περήσω· αόρ. αʹ ἐπέρᾱσα, Ιων. ἐπέρησα, παρακ. πεπέρᾱκα· (πέραI. 1. διαπερνώ, λευκοὺς ἐπέρησεν ὀδόντας, σε Ομήρ. Ιλ. 2. συνήθως, περνώ απέναντι ή από πλευρά σε πλευρά, προσπερνώ, περνώ, διασχίζω, διέρχομαι, περᾶν θάλασσαν, πόντον, σε Ομήρ. Οδ.· πύλας πέρησεν, πέρασε ανάμεσα από τις πύλες, σε Ομήρ. Ιλ.· τάφρος ἀργαλέη περάαν, δύσκολη να τη διαβείς, στο ίδ.· τὰς φυλακὰς περάω, περνώ τις πύλες, σε Ηρόδ.· μεταφ., κίνδυνον περάω, περνώ μέσα από, δηλ. υπερνικώ τον κίνδυνο, σε Αισχύλ.· περάω ὅρκον, πιθ. διέρχομαι τις λέξεις του όρκου, δίνω όρκο, Λατ. jusjurandum peragere, στον ίδ. 3. σπανίως λέγεται για χρόνο, διέρχομαι, συμπληρώνω, τοῦ βίου τέρμα, σε Σοφ.· τὴν τελευταίαν ἡμέραν, σε Ευρ. II. 1. αμτβ., διαπερνώ ή τρυπώ, με όπλο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη βροχή, σε Ομήρ. Οδ.· ρίχνομαι σ' ένα μέρος, σε Ξεν. 2. περνώ διαμέσου, διαρκώ, εξελίσσομαι, περνώ, δι' Ὠκεανοῖο, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ πόντον, σε Ομήρ. Ιλ.· διὰ Κυανέας ἀκτάς, μέσω των Συμπληγάδων, σε Ευρ. 3. περνώ σε ή από κάποιο τόπο, εἰς Ἀΐδαο, σε Θέογν.· ἔξω δωμάτων, σε Σοφ.· με αιτ. τόπου, περάω Δελφούς, σε Ευρ. 4. σπανίως λέγεται για χρόνο, διὰ γήρως περάω, σε Ξεεν.· εὐδαίμων περάω, ζω ευτυχισμένος, σε Χρησμ. παρά Ξεν. 5. υπερβαίνω όλα τα όρια, προχωρώ εξαιρετικά μακριά, σε Σοφ.· ομοίως, περάω ὀργῆς, ξεπερνώ όλα τα όρια θυμού (ή παύω από τον θυμό), στον ίδ. 6. με όργανο κίνησης σε αιτ., περάωπόδα, ἴχνος, σε Ευρ.
περάω (Β), μέλ. περάσω [ᾰ], Αττ. περῶ· αόρ. αʹ ἐπέρᾰσα, Επικ. πέρασσα, ἐπέρασσα· Παθ. παρακ. πεπέρημαι· (πέρα)· μεταφέρω πέρα από τη θάλασσα για να πουλήσω, εξάγω προς πώληση· έπειτα όπως το πέρνημι, πουλώ ανθρώπους ως σκλάβους, σε Όμηρ.· περάωτινὰ Λῆμνον, πουλώ κάποιον στη Λήμνο, σε Ομήρ. Ιλ.· ή με πρόθ. περάω τινὰ ἐς Λῆμνον, στο ίδ.· περάω τινὰ πρὸς δώματά τινος, σε Ομήρ. Οδ.