Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιδίδωμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-δίδωμι, μέλ. -δώσω, I. 1. δίνω επιπλέον, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. 2. δίνω ως προίκα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. 3. χαρίζω, σε Θουκ., Αριστοφ.· ιδίως, συνεισφέρω ως «δωρεά» για τις ανάγκες της πόλης, αντίθ. προς το εἰσφέρειν (το οποίο ήταν αναγκαστικό), σε Ξεν., Δημ.· πρβλ. ἐπίδοσις. II. Μέσ., επικαλούμαι μάρτυρα, θεοὺςἐπιδώμεθα, σε Ομήρ. Ιλ.· (άλλοι το αναφέρουν ως ἐπι-δώμεθα, ας κοιτάξουμε προς το μέρος των θεών, ας προβλέψουμε). III. αμτβ., αυξάνομαι, προοδεύω, ἐςὕψος, σε Ηρόδ.· ἐπὶ τὸ μεῖζον, σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., μεγαλώνω, αυξάνομαι, προοδεύω, βελτιώνομαι, στον ίδ.