LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπίδοσις"
- ἐπίδοσις, -εως, ἡ (ἐπιδίδωμι), I. επιπλέον παροχή, εθελοντική συνεισφορά στην πόλη, «φιλανθρωπία», δωρεά, σε Δημ. II. (ἐπιδίδωμι αμτβ.), αύξηση, ανάπτυξη, μεγάλωμα, πρόοδος, βελτίωση, εξέλιξη, σε Πλάτ. κ.λπ.