Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐκκλησία"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
ἐκκλησία, (ἔκκλητος),· I. συνάθροιση πολιτών που συγκαλείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, νομοθετική συνέλευση, σε Θουκ. κ.λπ.· στην Αθήνα οι τακτικές Συνελεύσεις ονομάζονταν κύριαι, οι έκτακτες καλούνταν σύγκλητοι, παρά Δημ.· ἐκκλ. συναγείρειν, συνάγειν, συλλέγειν, ἀθροίζειν, συγκαλώ συνέλευση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκκλ. ποιεῖν, «κάνω συνέλευση», σε Αριστοφ.· ἐκκλ. γίγνεται, καθίσταται, πραγματοποιείται συνέλευση, σε Θουκ.· ἐκκλ. διαλύειν, ἀναστῆσαι, διαλύω τη συνέλευση, στον ίδ. κ.λπ.· ἀναβάλλειν, αναβάλλω τη συνέλευση, στον ίδ. II. στην Κ.Δ., η Εκκλησία του Χριστού, είτε σώμα των πιστών είτε τόπος συνάθροισης, χριστιανικός ναός.
ἐκκλησιάζω· μέλ. -άσω, παρατ. ἐκκλησίαζον, αορ. αʹ ἐκκλησίασα· επίσης ανώμ., ἐξεκλησίαζον, ἐξεκλησίασα (πρβλ. ἐγκωμιάζω),· 1. συνέρχομαι σε συνέλευση, συζητώ μέσα σε αυτή, συνεδριάζω δημοσίως, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. 2. είμαι μέλος της εκκλησίας του δήμου, ἐκκλ. ἀπὸ τμήματος οὐθένος, σε Αριστοφ.
ἐκκλησιαστής, -οῦ, , μέλος της ἐκκλησίας, σε Πλάτ.
ἐκκλησιαστικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην ἐκκλησία, σε Δημ.· τὸ ἐκκλησιαστικὸν (ἀργύριον) ο δημόσιος μισθός που ελάμβανε κάθε πολίτης που συμμετείχε στη συνεδρίαση της ἐκκλησίας, σε Λουκ.