Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐγκωμιάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐγκωμιάζω, παρατ. ἐν-εκωμίαζον, μέλ. -άσω και -άσομαι, παρακ. ἐγκεκωμίακα (οι φέροντες αύξηση χρόνοι σχηματίζονται σαν να είναι σύνθετο το ρήμα από τα ἐν και κῶμος κι όχι προερχόμενο κατευθείαν από το ἐγκώμιον)· υμνώ, εξυμνώ, εκθειάζω, επαινώ κάποιον, ἐπίτινι, για κάτι, σε Πλάτ.Παθ., εγκωμιάζομαι, σε Ηρόδ.