Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄφαρ"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
ἄφᾰρ (ᾰφ), ποιητ. επίρρ., I. 1. ευθύς, πάραυτα, αμέσως, γρήγορα, προς το παρόν, σε Όμηρ., Τραγ. 2. έπειτα, μετά απ' αυτό, σε Όμηρ. II. σε Θέογν. ως επίθ., γρήγορος, βιαστικός (πρβλ. ἀφάρτερος).
ἄ-φαρκτος, = ἄ-φρακτος, σε Τραγ.
ἀφ-αρπάζω, μέλ. Επικ. -άξω, Αττ. -άσομαιΠαθ., παρακ. -ήρπασμαι, αόρ. αʹ -ηρπάσθην· αποσπώ ή αρπάζω, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· αρπάζω μακριά, κλέβω από, τί τινος, σε Αριστοφ.· με αιτ. μόνο, αρπάζω με ζήλο, σε Σοφ., Ευρ.
ἀφάρτερος, , -ον, συγκρ. επίθ. (βλ. ἄφαρ II), τί τινος, πιο βιαστικός, περισσότερο γρήγορος, σε Ομήρ. Ιλ.