Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄφαρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄφᾰρ (ᾰφ), ποιητ. επίρρ., I. 1. ευθύς, πάραυτα, αμέσως, γρήγορα, προς το παρόν, σε Όμηρ., Τραγ. 2. έπειτα, μετά απ' αυτό, σε Όμηρ. II. σε Θέογν. ως επίθ., γρήγορος, βιαστικός (πρβλ. ἀφάρτερος).