Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄριστος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄριστος, , -ον (Ἄρης), καλύτερος στο είδος του, κάλλιστος, χρησιμ. ως υπερθ. του ἀγαθός (πρβλ. ἀρείωνI. 1. καλύτερος, ευγενέστατος, γενναιότατος, εξοχώτατος, σε Ομήρ. Ιλ.· βουλῇ ἔγχεσιν ἄριστος, σε Όμηρ.· εἶδος ἄριστος, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., ἄριστοι μάχεσθαι, σε Ξεν.· ἄριστας διαβολὰς ἐνδέκεσθαι, ετοιμότατοι να δίνουν προσοχή στις συκοφαντίες, σε Ηρόδ.· ἄριστος ἀπατᾶσθαι, ευκολώτατα απατώμενος, σε Θουκ. 2. καλύτερος, ο πιο ανδρείος, σε Ευρ. II. λέγεται για ζώα και πράγματα, καλύτερος, υπέροχος, κάλλιστος, εξέχων, σε Όμηρ. III. ουδ. πληθ. ως επίρρ., ἄριστα, κάλλιστα, θεσπέσια, έξοχα, στον ίδ., σε Ηρόδ.