Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀρείων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀρείων[ᾰ], , , -ον, τό, γεν. -ονος, ως συγκρ. του ἀγαθός, πρβλ. ἄριστος· (*ἄρω)· καλύτερος, γενναιότερος, ισχυρότερος, δυνατότερος, ο πλέον έξοχος, λέγεται για σωματική υπεροχή, υπεροχή καταγωγής ή οικονομικής κατάστασης, σε Όμηρ., Αισχύλ.