Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄορ"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
ἄορ, ἄορος, τό (ἀείρω), ξίφος που κρέμεται από ειδική ζώνη (πρβλ. ἀορτήρ), ξίφος εν γένει, σε Όμηρ.· ο Όμηρ. χρησιμ. επίσης αιτ. πληθ. ἄορας. ( στον τύπο ἄορ· αλλά στις τρισύλλαβες πτώσεις επίσης ).
ἀ-όρᾱτος, -ον· I. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να δει ή να διακρίνει κάποιος με το βλέμμα, αόρατος, σε Πλάτ. κ.λπ. II. Ενεργ., αυτός που δεν είδε, που δεν είχε οπτική επαφή, σε Λουκ.
ἀοργησία, , έλλειψη του ψυχικού πάθους της οργής, παντελής απουσία οργής, σε Αριστ.
ἀ-όργητος, -ον (ὀργή), αυτός που δεν είναι δυνατόν να καταληφθεί από οργή, πράος, σε Αριστ.
ἀ-όριστος (ὁρίζωI. αυτός που δεν έχει όρια, σύνορα, σε Θουκ. II. αυτός που δεν έχει καθοριστεί, απροσδιόριστος, συγκεχυμένος, σε Δημ. κ.λπ.
ἄ-ορνος, -ον (ὄρνιςI. αυτός που δεν έχει πουλιά, σε Σοφ. II. Ἄορνος, , η λίμνη Άορνος, Λατ. Avernus, σε Στράβ.
ἀορτέω, εκτεταμ. τύπος του ἀείρω, μόνο στη μτχ. Παθ. αορ. αʹ ἀορτηθείς, αναρτημένος, αιωρούμενος, σε Ανθ.
ἀορτήρ, -ῆρος, (ἀείρω), ζώνη, ιμάντας απ' όπου μπορεί κάποιος να κρεμάσει κάτι, ζώνη από την οποία κρεμόταν το ξίφος, σε Όμηρ.· ιμάντας απ' όπου κρεμόταν το σακίδιο, γυλιός, σε Ομήρ. Οδ.
ἄορτο, Ιων. αντί ἤορτο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του ἀείρω.