Αποτελέσματα για: "ἄορ"
Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
-
ἄορ, ἄορος, τό (ἀείρω), ξίφος που κρέμεται από ειδική ζώνη (πρβλ. ἀορτήρ), ξίφος εν γένει, σε Όμηρ.· ο Όμηρ. χρησιμ. επίσης αιτ. πληθ. ἄορας. (ᾰ στον τύπο ἄορ· αλλά στις τρισύλλαβες πτώσεις επίσης ᾱ).
-
ἀ-όρᾱτος, -ον· I. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να δει ή να διακρίνει κάποιος με το βλέμμα, αόρατος, σε Πλάτ. κ.λπ. II. Ενεργ., αυτός που δεν είδε, που δεν είχε οπτική επαφή, σε Λουκ.
-
ἀοργησία, ἡ, έλλειψη του ψυχικού πάθους της οργής, παντελής απουσία οργής, σε Αριστ.
-
ἀ-όργητος, -ον (ὀργή), αυτός που δεν είναι δυνατόν να καταληφθεί από οργή, πράος, σε Αριστ.
-
ἀ-όριστος (ὁρίζω)· I. αυτός που δεν έχει όρια, σύνορα, σε Θουκ. II. αυτός που δεν έχει καθοριστεί, απροσδιόριστος, συγκεχυμένος, σε Δημ. κ.λπ.
-
ἄ-ορνος, -ον (ὄρνις)· I. αυτός που δεν έχει πουλιά, σε Σοφ. II. Ἄορνος, ὁ, η λίμνη Άορνος, Λατ. Avernus, σε Στράβ.
-
ἀορτέω, εκτεταμ. τύπος του ἀείρω, μόνο στη μτχ. Παθ. αορ. αʹ ἀορτηθείς, αναρτημένος, αιωρούμενος, σε Ανθ.
-
ἀορτήρ, -ῆρος, ὁ (ἀείρω), ζώνη, ιμάντας απ' όπου μπορεί κάποιος να κρεμάσει κάτι, ζώνη από την οποία κρεμόταν το ξίφος, σε Όμηρ.· ιμάντας απ' όπου κρεμόταν το σακίδιο, γυλιός, σε Ομήρ. Οδ.
-
ἄορτο, Ιων. αντί ἤορτο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του ἀείρω.