Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄκος"

Βρέθηκαν 7 λήμματα [1 - 7]
ἄκος, -εος, τό (ἀκέομαι), 1. γιατρειά, θεραπεία, ίαση, περίθαλψη, ανακούφιση για κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· απόλ., ἄκος εὑρεῖν, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, ποιεῖσθαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· κατά ιατρική φρασ., ἄκος ἐντέμνειν, τέμνειν, πρβλ. ἐντέμνω II. 2. μέσο με το οποίο αποκτάται κάτι, με γεν., σε Ευρ.
ἀκοσμέω, μέλ. -ήσω (ἄκοσμος), είμαι άκοσμος, απρεπής, προσβάλλω, σε Σοφ., Δημ. κ.λπ.
ἀ-κόσμητος, -ον (κοσμέω), 1. ατακτοποίητος, ανοργάνωτος, σε Πλάτ.· επίρρ. -τως, στον ίδ. 2. ανεφοδίαστος, με δοτ., σε Ξεν.
ἀκοσμία, , ακαταστασία, σε Πλάτ.· ακράτεια, υπερβολή, σε Ευρ.· με ηθική σημασία, αταξία, έκλυση ηθών, αναταραχή, άστατη διαχείριση, συμπεριφορά, σε Σοφ.
ἄ-κοσμος, -ον, I. αυτός που δεν έχει τάξη, ακατάστατος, σε Αισχύλ.· στον Όμηρ. χρησιμ. για τα λόγια του Θερσίτη, ανυπάκουος, απρεπής· επίρρ. -μως, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. κόσμος ἄκοσμος, ένας κόσμος που δεν είναι κόσμος, σε Ανθ.· επίσης λέγεται για ένα ακατάλληλο κόσμημα, στολίδι, στον ίδ.
ἀκοστάω ή -έω (ἀκοστή), μόνο σε μτχ. αορ. αʹ, ἵππος ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνῃ, άλογο ταϊσμένο με κριθάρι, βρώμη στο παχνί, σταβλισμένο άλογο, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀκοστή, , κριθάρι. (άγν. προέλ.).