Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐντέμνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐν-τέμνω, Ιων. -τάμνω, μέλ. -τεμῶ, I. κόβω, χαράζω πάνω, ἐν τοῖσι λίθοισι γράμματα, σε Ηρόδ. II. τέμνω, κόβω, 1. σφάζω θύμα, θυσιάζω, σε Θουκ. 2. κόβω, κομματιάζω, τεμαχίζω, ψιλοκόβω, όπως τα βότανα σε φαρμακευτικό παρασκεύασμα, ἄκος ἐντ., σε Αισχύλ. 3. κόβω, τέμνω, διαιρώ στα δύο, σε Λουκ.