Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄημι (√ϜΑ, πρβλ. αὔ-ω), γʹ ενικ. ἄησι, γʹ δυϊκ. ἄητον, γʹ πληθ. ἄεισι· απαρ. ἀῆναι, Επικ. ἀήμεναι· μτχ. ἀείς· γʹ ενικ. παρατ. ἄηΠαθ., γʹ ενικ. ἄηται, παρατ. ἄητο, μτχ. ἀήμενος· Επικ. ρήμα = ἄω, πνέω ισχυρά, με σφοδρότητα, φυσώ, λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ. — Παθ., δέρνομαι από τον άνεμο· ὑόμενος καὶ ἀήμενος, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., κλυδωνίζομαι, ταλαντεύομαι ή κυμαίνομαι, σαν από τον άνεμο· δίχα θυμὸς ἄητο, δηλ. βρισκόταν σε αμφιβολία ή φόβο, σε Ομήρ. Ιλ.