Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὔω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
αὔω, Αττ. αὕω, καίω, ανάβω φωτιά, ανάβω φως, σε Ομήρ. Οδ. (συγγενές προς το εὕω· απ' όπου αὐαίνω, αὐχμός).
αὔω, μέλ. ἀΰσσω [ῡ]· αόρ. αʹ ἤϋσα· 1. κραυγάζω, φωνάζω, καλώ δυνατά, σε Όμηρ.· αὖε δ' Ἀθήνη, μακρὸν ἄϋσε κ.λπ., στον ίδ.· επίσης σε Τραγ.· με σύστ. αντ., εκβάλλω, στεναγμόν, αὐδάν, σε Ευρ. 2. με αιτ. προσ., επικαλούμαι, σε Όμηρ. 3. σπανίως λέγεται για πράγμα, ηχώ, κουδουνίζω, ἀσπὶς ἄϋσεν, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. αὖος (η ρίζα είναι ΑϜ, συγγενής προς το ἄημι· απ' όπου ἀϋτή).