Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄγω"

Βρέθηκαν 25 λήμματα [1 - 20]
ἄγω[ᾰ], παρατ. ἦγον, Επικ. ἄγον, γʹ δυϊκ. ἀγέτην, Δωρ. ἆγον, Ιων. ἄγεσκον· μέλ. ἄξω, Επικ. απαρ. ἀξέμεναι, -έμεν· αόρ. βʹ ἤγᾰγον, ο αόρ. αʹ ἦξα είναι σπάνιος· παρακ. ἦχα, αναδιπλ. ἀγήοχαΠαθ., μέλ. ἀχθήσομαι, επίσης Μέσ. ἄξομαι με Παθ. σημασία· αόρ. αʹ ἤχθην, Ιων. ἄχθην, παρακ. ἦγμαι·
Α. I. 1. α)
οδηγώ ή μεταφέρω, κουβαλώ, κομίζω, φέρνω, λέγεται για έμψυχο αντικ., ενώ το φέρω χρησιμοποιείται για άψυχο· δῶκε δ' ἄγειν ἑτάροισι γυναῖκα καὶ τρίποδα φέρειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγω εἰς ή πρὸς τόπον· ποιητ. επίσης με αιτ. τόπου, ἄγει Ἀχέροντος ἀκτάν, σε Σοφ. β) αμτβ., για στρατιώτες, προελαύνω, σε Ξεν. κ.λπ.· ομοίως και· ἄγωμεν, ας πάμε, ας πηγαίνουμε, σε Κ.Δ. γ) η μτχ. ἄγων χρησιμοποιείται με γενικότερη, ευρύτερη σημασία, αυτός που λαμβάνει, που παίρνει· στῆσε δ' ἄγων, όπου πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για απόδοση της ερμηνείας δύο ρήματα: πήρε κι έστησε, σε Όμηρ. 2. παίρνω μαζί μου, παραλαμβάνω· ἑταίρους, στον ίδ. 3. παίρνω, λαμβάνω ως αιχμαλώτους ή λεία, στον ίδ. κ.λπ.· κυρίως στη φράση ἄγεινκαὶ φέρειν, λεηλατώ μια χώρα αρπάζοντας οτιδήποτε μπορεί να αφαιρεθεί (όπου το φέρειν αναφέρεται σε άψυχα πράγματα, ενώ το ἄγειν σε πρόσωπα και ζώα)· έπειτα με αιτ. τόπου, φέρων καὶ ἄγων τὴν Βιθυνίδα, λεηλατώντας όλη τη Βιθυνία, σε Ξεν.· στην Παθ., ἀγόμεθα, φερόμεθα, σε Ευρ. 4. ἄγειν εἰς δίκην ή δικαστήριον, ἄγειν ἐπὶ τοὺς δικαστάς, οδηγώ, σύρω κάποιον στο δικαστήριο, Λατ. rapere in jus, σε Αττ.· ομοίως και μόνο του το ἄγειν, σε Πλάτ. 5. πηγαίνω και φέρνω, βγάζω, κομίζω· ἄξεθ' ὑῶν τὸν ἄριστον, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται και για πράγματα, προϊόντα, φέρνω μέσα, κάνω εισαγωγή, εισάγω· οἶνον νῆες ἄγουσι, σε Ομήρ. Ιλ. 6. επιφέρω, προκαλώ, προξενώ· πῆμα τόδ' ἤγαγον Οὐρανίωνες, στο ίδ.· Ἰλίῳ φθοράν, σε Αισχύλ. 7. σηκώνω, κρατώ ψηλά· φελλοὶ δ' ὥς, ἄγουσι δίκτυον, στον ίδ. II. 1. οδηγώ προς ένα σημείο, οδηγώ προς έναν δρόμο, οδηγώ προς τα εμπρός· τὸν δ' ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλοσδε, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με απαρ.: ἄγει θανεῖν, οδηγεί στο θάνατο, σε Ευρ.· ὁδὸς ἄγει, ο δρόμος οδηγεί, εἰς ή ἐπὶ τόπον, σε Σοφ., Πλάτ. 2. μεταφ. οδηγώ, καθοδηγώ ως στρατηγός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγω στρατιάν, ναῦς κ.λπ., σε Θουκ.· ἄγω τὴν πολιτείαν, έχω την αρχηγία της διακυβέρνησής της, στον ίδ. 3. ανατρέφω, εξασκώ, εκπαιδεύω, σε Πλάτ. III. τραβώ κάτι, τεντώνω κατά μήκος· τεῖχος ἄγειν, κατασκευάζω γραμμή τείχους, Λατ. ducere, σε Θουκ.Παθ., ἦκται ἡ διῶρυξ, σε Ηρόδ.· κόλπου ἀγομένου, σχηματίζοντας έναν κόλπο, στον ίδ. IV.1. θυμάμαι, αναπολώ· καί μευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί, σε Ομήρ. Οδ. 2. όπως το agere, τηρώ, πανηγυρίζω, γιορτάζω· ἑορτήν, τὰ Ὀλύμπια, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. επίσης, τηρώ, φυλάω, κρατώ, συμφωνώ· σπονδὰς ἄγειν πρός τινας, σε Θουκ.· εἰρήνην, σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., ως περίφραση στη θέση ρήματος· σχολὴν ἄγειν = σχολάζειν, σε Ευρ.· ἡσυχίαν ἄγειν = ἡσυχάζειν, σε Ξεν. 4. φυλάω, διατηρώ· ἐλευθέραν ἦγε τὴν Ἑλλάδα, σε Δημ. 5. λέγεται για τον χρόνο, περνώ, διέρχομαι· ποίας ἡμέρας δοκεῖς μ' ἄγειν; σε Σοφ. V. όπως το ἡγέομαι, Λατ. ducere, θεωρώ, κρίνω, εκτιμώ· ἐν τιμῇ ἄγειν, ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ, περὶ πλείστου ἄγειν, σε Ηρόδ.· θεοὺς ἄγειν, πιστεύω στους θεούς, σε Αισχύλ.· τιμιώτερον ἄγειν τινά, σε Θουκ.· ομοίως και με επίρρ., δυσφόρως ἄγειν, θεωρώ κάτι αφόρητο, σε Σοφ.· ἐντίμως ἄγειν, σε Πλάτ. VI. ζυγίζω τόσο· ἄγειν μνᾶν, τριακοσίους δαρεικούς, ζυγίζω μία μνα, έχω βάρος τριακόσιους δαρεικούς, σε Δημ., όπου η αιτ. σημαίνει το βάρος που ζυγίζει το αντικείμενο όταν ζυγοσταθμίζεται ή όταν το έλκει προς τα κάτω το ίδιο του το βάρος· πρβλ. ἕλκω. VII. για τα ἄγε, ἄγετε, βλ. αυτ. Β. Μέσ., ἄγομαι, 1. παίρνω για τον εαυτό μου, παραλαμβάνω, παίρνω μαζί μου· χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ' ἄγεσθαι, σε Ομήρ. Οδ. 2. ἄγεσθαι γυναῖκα, Λατ. uxorem ducere, παίρνω σύζυγο, στο ίδ.· και πλήρες· ἄγεσθαι γυναῖκα ἐς τὰ οἰκία, σε Ηρόδ.· και απλώς ἄγεσθαι, νυμφεύομαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για τον πατέρα που φέρνει σύζυγο, νύφη για το γιο του, σε Ομήρ. Οδ. 3. διὰ στόμα ἄγεσθαι μῦθον, επιτρέπω να περάσει μέσα απ' το στόμα μου, δηλ. προφέρω, εκφράζω λόγο, σε Ομήρ. Ιλ. 4. ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας, παίρνω κάτι στα χέρια μου, και ομοίως· αναλαμβάνω, επιχειρώ, σε Ηρόδ.
ἁγώ[ᾱ], κράση του ἃ ἐγώ.
ἀγωγαῖος, -ον, κατάλληλος για οδήγηση ή καθοδήγηση, λέγεται για το περιλαίμιο σκύλου ή για τον ιμάντα, σε Ανθ.
ἀγωγεύς, -έως, , I. αυτός που τραβά ή σύρει, σε Ηρόδ. II. χαλινάρι, λουρί, σε Σοφ., Ξεν.
ἀγωγή, (ἄγω), I. 1. α) μεταφορά, κουβάλημα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸς τὰς ἀγωγὰς χρῆσθαι ὑποζυγίοις, σε Πλάτ. β) αμτβ., τὴν ἀγωγὴν ἐποιεῖτο, συνέχισε το ταξίδι του, σε Θουκ.· κίνηση, τοῦ ποδός, σε Πλάτ. 2. η μεταφορά προς ή σε..., ὑμῶν ἡ ἐς τοὺς ὀλίγους ἀγωγή, οδηγήσατε εμάς ενώπιον του συμβουλίου, σε Θουκ. 3. απομάκρυνση, απαγωγή, σε Αισχύλ., Σοφ. II. 1. καθοδήγηση προς ένα σημείο ή μέρος, οδηγία, διεύθυνση· ἵππου, σε Ξεν. 2. οδηγία, διεύθυνση μιας στρατιάς, σε Πλάτ.· ἐν ταῖς ἀγωγαῖς, σε πορεία, εκστρατεία, σε Ξεν. 3. διαπαιδαγώγηση, εκπαίδευση, σε Πλάτ. κ.λπ.· λέγεται για φυτά, καλλιέργεια, σε Θεόφρ.
ἀγώγιμος, -ον (ἄγω), I. αυτός που είναι εύκολος στο να οδηγείται ή στο να μεταφέρεται· τρισσῶν ἁμαξῶν ἀγώγιμον βάρος, ζύγιζε τόσο που μπορούσε να γεμίσει τρεις άμαξες, σε Ευρ.· τὰ ἀγώγιμα, φορητά πράγματα, εμπορεύματα, σε Ξεν. κ.λπ. II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει πέσει θύμα απαγωγής, αυτός που οδηγείται σε αιχμαλωσία, σε Δημ. 2. αυτός που οδηγείται, άγεται εύκολα, ευγενικός, πρόθυμος, σε Πλούτ.
ἀγώγιον, τό (ἄγω), φορτίο άμαξας, σε Ξεν.
ἀγωγός, -όν (ἄγω), I. αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί, και ως ουσ. οδηγός, καθοδηγητής, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., δύναμις ἀνθρώπων ἀγωγός, η δύναμη της καθοδήγησης των ανθρώπων, σε Πλούτ. II. αυτός που οδηγεί προς ένα σημείο ή μέρος· εἴς, πρός ή ἐπί τι, σε Πλάτ. κ.λπ. III. 1. αυτός που σύρει εμπρός, ελκυστικός, παρελκυστικός, αυτός που προκαλεί· χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί, σε Ευρ.· δακρύων ἀγωγός, στον ίδ. 2. απόλ., ελκυστικός, σε Πλούτ.
ἁγών[ᾱ], κράση του ὁ ἀγών.
ἀγών[ᾰ], -ῶνος, (ἄγομαι), I. 1. αριθμός συγκεντρωμένων ανθρώπων, συνάθροιση, συνέλευση, όπως το ἀγορά· ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα, λῦτο δ' ἀγών, ἐν ἀγῶνι νεῶν, σε Όμηρ.· ειδικότερα, συνάθροιση για παρακολούθηση αθλημάτων ή αγώνων, στον ίδ. κ.λπ. 2. τόπος όπου διεξάγεται αγώνας, παλαίστρα, κονίστρα, στίβος, στον ίδ. κ.λπ.· βήτηνἐς μέσον ἀγῶνα, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. συνάθροιση των Ελλήνων στους μεγάλους τους εθνικούς αγώνες· ὁ ἐν Ὀλυμπίῃ ἀγών, σε Ηρόδ.· ὁ Ὀλυμπικὸς ἀγών, σε Αριστοφ. 2. άμιλλα για έπαθλο - βραβείο σε αγώνες· ἀγὼν ἱππικός, γυμνικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀγὼν τῶν ἀνδρῶν, αγώνας στον οποίο ο χορός αποτελούνταν από άνδρες, αντίθ. προς τὸν ἀγῶνα τῶν παίδων, σε Δημ. κ.λπ.· απ' όπου· ἀγῶνα ἄγειν, καθιστάναι, τιθέναι, προστιθέναι, ποιεῖν, τελώ, διεξάγω ή προτείνω έναν αγώνα· ἀγῶνα ή ἐν ἀγῶνι νικᾶν, είμαι νικητής σ' έναν αγώνα. III. 1. γενικά, κάθε είδος αγώνα, σε πόλεμο, δίκη ή κίνδυνο, δυσκολία· πολλοὺς ἀγῶνας ἐξιών, λέγεται για τον Ηρακλή, σε Σοφ.· ἀγὼν προκέεται, με απαρ., είναι δύσκολο ή επικίνδυνο να κάνει κάποιος κάτι, σε Ηρόδ.· επίσης, ἀγὼν περὶ τῆς ψυχῆς, περὶ μεγίστων, αγώνας, προσπάθεια ζωής και θανάτου, αγώνας για τα ύψιστα συμφέροντα κάποιου, σε Ευρ. 2. μάχη, ενέργεια στη μάχη, σε Θουκ. 3. αγώνας σε δικαστήριο, δίκη, σε Πλάτ. κ.λπ. 4. μεταφ., οὐ λόγων ἔθ' ἁγών, τώρα δεν είναι πλέον καιρός για λόγια κ.λπ., σε Ευρ.· οὐχ ἕδρας ἀγών, δεν είναι καιρός να κάθεται κάποιος ακίνητος, αδρανής, σε ησυχία, στον ίδ.
ἀγων-άρχης, -ου, (ἄρχω), κριτής αγώνα, σε Σοφ.
ἀγωνία, Ιων. -ίη, (ἀγών), 1. αγώνας, άμιλλα, προσπάθεια, πάλη για τη νίκη· διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχων, αγκαλιάζω, περικλείω, περιλαμβάνω κάθε είδους αγώνα, σε Ηρόδ.· πολεμίων ἀγωνία, σε Ευρ.· ἐν δημοτικῇ ἀγωνίᾳ, σε Ξεν. 2. γυμναστική άσκηση, πάλη, σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, άσκηση, εξάσκηση, εκγύμναση, γύμνασμα, γυμναστική, στον ίδ. 3. λέγεται για το νου ή την ψυχή, αγωνία, αδημονία, στενοχώρια· ἐν φόβῳ καὶ πολλῇ ἀγωνίᾳ, σε Δημ.
ἀγωνιάω, μέλ. -άσω [ᾱ], αόρ. αʹ ἠγωνίᾱσα, παρακ. ἠγωνίᾱκα (ἀγωνίαI. όπως το ἀγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι έντονα, προσπαθώ, μάχομαι, σε Δημ. κ.λπ. II. είμαι ανήσυχος, βρίσκομαι σε αγωνία, σε Πλάτ.· περί τινος, σε Αριστ.· ἐπί τινι, σε Πλούτ.
ἀγωνίδαται, βλ. ἀγωνίζομαι Β.
ἀγωνίζομαι, μέλ. -ῐοῦμαι (με Παθ. σημασία, βλ. παρακ. Β), αόρ. αʹ ἠγωνισάμην, παρακ. ἠγώνισμαι (με Ενεργ. σημασία)· αόρ. αʹ ἠγωνίσθην (ἀγών
Α. I. 1.
ως αποθ., διαγωνίζομαι για έπαθλο ή βραβείο, ιδίως σε δημόσιους αγώνες, σε Ηρόδ.· πρός τινα, σε Πλάτ.· τινί, στον ίδ.· περί τινος, για κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., ἀγωνίζομαι στάδιον, στον ίδ.· ἀγῶνα περί τῆς ψυχῆς ἀγ., σε Δημ. 2. πολεμώ, μάχομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.· περὶ τῶν ἁπάντων ἀγωνίζομαι, στον ίδ.· πρός τινα, στον ίδ.· με σύστ. αντ., ἣν (μάχην) ἀγωνίζεσθε, σε Ευρ. 3. διαγωνίζομαι για τη διάκριση, για το βραβείο πάνω στη σκηνή, και τα δύο λέγονται για τον ποιητή, σε Ηρόδ. κ.λπ.· όπως επίσης λέγεται για τον υποκριτή ηθοποιό, σε Δημ.· γενικά, αγωνίζομαι για τη νίκη· καλῶς ἠγώνισαι, σε Πλάτ. 4. λέγεται για δημόσια αγόρευση, σε Ξεν. II. διεξάγω δικαστικό αγώνα, χρησιμοποιείται ως δικανικός - νομικός όρος, σε Αντιφ.· με σύστ. αντ.· ἀγωνίζομαι δίκην, γραφήν, υπερασπίζω στο δικαστήριο κάποια υπόθεση μέχρι τέλους, σε Δημ.· ἀγωνίζομαι ψευδομαρτυριῶν (ενν. γραφήν), στον ίδ.· ἀγωνίζομαι ἀγῶνα, σε Ανδοκ. κ.λπ.· αλλά το ἀγωνίζομαι φόνον, υπερασπίζω τον εαυτό μου κατά κατηγορίας φόνου, σε Ευρ. III. γενικά, αγωνίζομαι, κοπιάζω, προσπαθώ έντονα, με απαρ., σε Θουκ.· με σύστ. αιτ., ἃ μὲν ἠγωνίσω, σε Δημ. Β. ως Παθ., κερδίζομαι, κατακτώμαι με μεγάλο αγώνα, έρχομαι εις πέρας, κυρίως στον παρακ.· πολλοὶ ἀγῶνες ἀγωνίδαται (Ιων. αντί ἠγωνισμένοι εἰσι), σε Ηρόδ.· τὰ ἠγωνισμένα, διαφιλονικούμενα, σε Ευρ. κ.λπ.· ὁ ἀγωνιζόμενος νόμος, διεκδικούμενος, υπό κρίση νόμος, σε Δημ.· Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, ἀγωνιεῖται τὸ πρᾶγμα, θα συζητηθεί και θα αποφασιστεί, στον ίδ.
ἀγώνιος, -ον (ἀγών), 1. αυτός που ανήκει στον αγώνα· ἄεθλος ἀγώνιος, βραβείο, έπαθλο του αγώνα, σε Πίνδ.· λέγεται για τον Ερμή, ως προστάτη των αγώνων, στον ίδ.· επίσης, για τον Δία ως κριτή του αγώνα, σε Σοφ.· οἱ ἀγώνιοι θεοί, στον Αισχύλ. κ.λπ.· είναι πιθ. οι θεοί που προΐσταντο στους μεγάλους αγώνες ως προστάτες στον κίνδυνο (Δίας, Ποσειδώνας, Απόλλωνας, Ερμής) ή όλοι οι δώδεκα μεγάλοι και κύριοι θεοί. 2. ἀγωνίῳ σχολᾷ, σε Σοφ. Αίας 195: είναι πιθ. οξύμωρο = ανάπαυση γεμάτη από στενοχώρια και σύγκρουση, αγώνα, ανήσυχη ανάπαυση.
ἀγώνῐσις, (ἀγωνίζομαι), αγώνας για βραβείο, μάχη, διαγωνισμός για έπαθλο, σε Θουκ.
ἀγώνισμα, -ατος, τό (ἀγωνίζομαι), I. 1. πάλη, συμπλοκή, αγώνας· στον πληθ., έργα που γίνονται στη μάχη, ανδραγαθήματα, γενναίες πράξεις, κατορθώματα, άθλοι, σε Ηρόδ. 2. στον ενικ., ἀγώνισμά τινος, κατόρθωμα για το οποίο μπορεί κάποιος να νιώθει περήφανος, σε Θουκ.· ξυνέσεως ἀγώνισμα, άριστο κατόρθωμα πνεύματος, μυαλού, ευφυΐας, στον ίδ.· ἀρᾶς ἀγώνισμα, καρπός, αποτέλεσμα κατάρας, σε Ευρ. II. ἀγώνισμα ποιεῖσθαί τι, κάνω κάτι αντικείμενο των προσπαθειών, των αγώνων μου, σε Ηρόδ.· οὐμικρὸν τὸ ἀγώνισμα προστάττεις, σε Λουκ. III. αυτό με το οποίο κάποιος ρίχνεται στον αγώνα, δημηγορία, απαγγελία, ρητορικό γύμνασμα για πρόσκαιρη επίδειξη ή διαγωνισμό, ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα, σε Θουκ.
ἀγωνισμός, (ἀγωνίζομαι), άμιλλα, ανταγωνισμός, σε Θουκ.
ἀγωνιστέον, ρημ. επίθ. του ἀγωνίζομαι, αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να αγωνιστεί, σε Ξεν. κ.λπ.