Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἕλκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἕλκω· παρατ. εἷλκον, Επικ. ἕλκον· μέλ. ἕλξω, αόρ. βʹ εἵλκῠσα (όπως αν προερχόταν από το ἑλκύωμεταγεν. εἷλξα, ποιητ. ἕλξα, παρακ. εἵλκῠκαΠαθ., μέλ. ἑλκυσθήσομαι, αόρ. αʹ εἱλκύσθην, παρακ. εἵλκυσμαι, Ιων. ἕλκυσμαι· I. 1. τραβώ, σύρω, σέρνω, Λατ. traho, με την έννοια της δύναμης, ποδὸς ἕλκε, άρχισε να σέρνει (το νεκρό σώμα) από το πόδι, σε Ομήρ. Ιλ.· καθέλκω, τραβώ πλοία προς τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για μουλάρια, σύρω ένα άρμα, στο ίδ.· σύρω το άροτρο μέσα στον αγρό, οργώνω, στο ίδ. 2. σύρω ξοπίσω μου, σε Ομήρ. Ιλ.· πέδας ἕλκ., αυτός ο οποίος σέρνει τα δεσμά ξοπίσω του, σε Ηρόδ. 3. σχίζω σε κομμάτια, σπαράζω, στον ίδ., σε Ευρ.Μέσ., ἕλκεσθαι χαίτας, ξεριζώνω τα μαλλιά κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ. 4. τεντώνω τόξο, σε Όμηρ. κ.λπ. 5. τραβώ το ξίφος μου, σε Σοφ.· και σε Μέσ., τραβώ το σπαθί κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ. 6. ἕλκ. ἱστία, ανεβάζω, υψώνω ή τραβώ πάνω τα πανιά, σε Ομήρ. Οδ. 7. σηκώνω ψηλά τη ζυγαριά ως αντίβαρο, έτσι ώστε να ισοσταθμιστούν τα ζύγια, σε Ομήρ. Ιλ. II. μετά τον Όμηρ., με διαφόρους τρόπους: 1. τραβώ κουπί, κωπηλατώ, σε Ηρόδ. 2. σύρομαι, κλητεύομαι στο δικαστήριο, σε Αριστοφ.· σύρω εδώ κι εκεί, τραβολογώ, ιδίως με ασελγείς, έκφυλες, πρόστυχες προθέσεις, σε Δημ. κ.λπ. 3. τραβώ πάνω ή ανέλκω, σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους που πίνουν, πίνω με μεγάλες ρουφηξιές, πίνω απνευστί, πίνω μονορρούφι, σε Ευρ. κ.λπ.· ἑλκ. μαστόν, θηλάζω, βυζαίνω, στον ίδ. 4. ἕλκ. βίοτον, ζόαν, ζω, διάγω άθλια, κοπιαστική ζωή, στον ίδ.· παρασύρω, τραβώ κάποιον, παρατείνω πληκτικά, ανιαρά, σε Ηρόδ.· κόρδακα ἑλκύσαι, ορχούμαι με επιμηκ. μετρικά βήματα, σύρω το χορό, σε Αριστοφ. 5. έλκω προς τον εαυτό μου, προσελκύω, σε Ηρόδ. κ.λπ. 6. ἕλκ. σταθμόν, σύρω προς τα κάτω την πλάστιγγα, τη ζυγαριά, δηλ. ζυγίζω τόσο πολύ, στο ίδ.· απόλ., τὸ δ' ἂν ἑλκύσῃ, όσο βαρύνει, στο ίδ. 7. ἑλκύσαι πλίνθους, όπως το Λατ. ducere, να κατασκευάζεις τούβλα, στον ίδ. 8. Μέσ., έλκω πάνω μου, συσσωρεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω πλούτη, σε Θέογν.