Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄγος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἀγός[ᾰ], -οῦ, (ἄγω), ηγεμόνας, αρχηγός, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
ἅγος ή ἄγος[ᾰ], -εος, τὸ (βλ. ἅζομαι), I. οποιοδήποτε αντικείμενο θρησκευτικού φόβου ή ευλάβειας· 1. όπως το Λατ. piaculum, αυτό που απαιτεί εξαγνισμό, κατάρα, μίασμα, ενοχή, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. πρόσωπο ή πράγμα μιαρό, βδέλυγμα, μίασμα, σε Σοφ., Θουκ. 3. εξαγνισμός, εξιλέωση, σε Σοφ. II. με θετική σημασία = σέβας, ευλάβεια, σεβασμός, σε Ομηρ. Ύμν.
ἀγοστός, , I. παλάμη χεριού, σε Ομήρ. Ιλ. II. βραχίονας = ἀγκάλη, σε Θεόκρ., Ανθ.