Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἅζομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἅζομαι (√ΑΓ, βλ. ἅγος), αποθ. μόνο στον ενεστ. και παρατ.· Ενεργ. μόνο στη μτχ. ἅζοντα· 1. σέβομαι, φοβάμαι κάποιον, ιδίως τους θεούς και τους γονείς, σε Όμηρ.· ακολουθ. από απαρ., συστέλλομαι από την εκτέλεση πράγματος, στον ίδ.· επίσης, ἅζομαι μή..., σε Ομήρ. Ιλ. 2. απόλ. σε μτχ., κατατρομαγμένος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.