Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄγκυρα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄγκῡρα, (ἄγκος), Λατ. ancŏra, άγκυρα, απαντά πρώτα στον Αλκαίο και στο Θέογν., επειδή στον Όμηρ. αναφέρεται μόνο το εὐναί, δηλ. λίθοι χρησιμοποιούμενοι ως άγκυρες· ἄγκυραν βάλλεσθαι, καθιέναι, μεθιέναι, ἀφιέναι, ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ, σε Πίνδ., Ηρόδ. κ.λπ.· παρομοίως και στο: ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν, δηλ. «έχω δύο χορδές στο τόξο μου», σε Δημ.· πρβλ. ὀχέω· ἐπὶ τῆς αὐτῆς (ενν. ἀγκύρας) ὁρμεῖν τοῖς πολλοῖς, δηλ. «το να βρίσκεται κάποιος στο ίδιο πλοίο με τους πολλούς», συμπορεύομαι, συμπλέω, στον ίδ.