Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀχέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀχέω (ὄχος), Ιων. παρατ. ὀχέεσκον· μέλ. ὀχήσωΜέσ., γʹ ενικ. παρατ. ὠχέετο, -εῖτο· μέλ. ὀχήσομαι· γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ ὀχήσατο· θαμιστικό του ἔχω, I. 1. υποστηρίζω, συγκρατώ, συντηρώ, υπομένω, βαστάζω, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· νηπιάας ὀχέειν, εξακολουθώ να φέρομαι παιδιάστικα, σε Ομήρ. Οδ.· φρουρὰν ὀχήσω, θα συντηρήσω μια φρουρά, σε Αισχύλ. 2. μεταφέρω, σε Ευρ., Ξεν. 3. αφήνω κάποιον να ιππεύσει, τον ανεβάζω στο άλογο· αὐτὸς βαδίζω, τοῦτον δ' ὀχῶ, σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατηγό, αφήνω τους άντρες μου να ιππεύσουν, σε Ξεν. II. 1. Μέσ., αναθέτω τη μεταφορά μου, μεταφέρομαι ή υποβαστάζομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. 2. απόλ. (χωρίς τις δοτ. ἵππῳ ή νηί, οδηγώ ιππεύω, πλέω· (ἵπποι) ἀλγεινοὶ ὀχέεσθαι, που δύσκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε άρμα, σε Ομήρ. Ιλ. 3. για πλοίο, οδηγώ σε αγκυροβόλιο· λεπτή τις ἐλπίς ἐστ' ἐφ' ἧς ὀχούμεθα, δεν έχουμε παρά αμυδρή ελπίδα πάνω στην οποία να στηριχθούμε, σε Αριστοφ.· ομοίως, ὠχεῖσθ', στον ίδ.· πρβλ. σε Πλάτ.· ομοίως, ἐπ' ἀσθενοῦς ῥώμης ὀχεῖσθαι, σε Ευρ. [στον Πίνδ. η πρώτη συλλαβή γίνεται μακρά, όταν προφέρεται (και πιθ. οφείλει να γράφεται) ὀκχέω, βλ. ὄφις].