LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀρτάω"
- ἀρτάω, μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ ἤρτησα — Παθ. παρακ. ἤρτημαι, Ιων. γʹ πληθ. ἀρτέαται (*ἄρω)· I. εξαρτώ ή κρεμώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, τι ἀπό τινος, σε Θουκ.· δένω σε θηλειά, τὴν δέρην, σε Ευρ. — Μέσ., βρόχους ἀρτωμένη, δεμένη με βρόχο στον λαιμό, απαγχονισμένη, στον ίδ. II. Παθ., αναρτώμαι, κρεμιέμαι από κάτι, ἠρτῆσθαι ἔκ τινος, στον ίδ.· απ' όπου, βασίζομαι πάνω σε, εξαρτώμαι, στηρίζομαι, Λατ. pendere ab aliquo, σε Ηρόδ.· πρβλ. ἀρτέομαι.