Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀρτέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀρτέομαι, Ιων. ρημ.: I. Παθ., είμαι προετοιμασμένος, είμαι έτοιμος, προετοιμάζομαι, με απαρ. πολεμεῖν ἀρτέοντο, ἀρτέετο ἐς πόλεμον, σε Ηρόδ.· επίσης, II. Μέσ., με αιτ., ναυμαχίην ἀρτέεσθαι, προετοιμάζω ναυμαχία, στον ίδ. (συγγενές προς το ἀρτύω, όχι προς το ἀρτάω).