Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀποδίδωμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπο-δίδωμι[ῐ], μέλ. -δώσω· I. 1. παραδίδω ή δίνω πίσω, επαναφέρω, επιστρέφω, τί τινι, σε Όμηρ., Αττ.· ιδίως ανταποδίδω το οφειλόμενο, ξεπληρώνω, όπως υπακοή, χρέη, ποινές, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀποδίδωμί τινι λώβην, του ανταποδίδω την προσβολή του, δηλ. επιβάλλω αντίποινα γι' αυτήν, στο ίδ.· ἀποδίδωμι ἀμοιβήν τινι, σε Θέογν. κ.λπ. 2. ανταποδίδω, επιστρέφω, παραχωρώ, παράγω, λέγεται για καλλιεργούμενες εκτάσεις γης, ἐπὶ διηκόσια ἀποδοῦναι (ενν. καρπόν), αποδίδει καρπό κατά διακόσιες φορές περισσότερο, σε Ηρόδ. 3. με απαρ., επιτρέπω, αφήνω, ανέχομαι κάποιον να κάνει κάτι, ἀποδίδωμι τισὶ αὐτονομεῖσθαι, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως στην Παθ., ὁ λόγος ἀπεδόθη αὐτοῖς, τους παραχωρήθηκε το δικαίωμα να μιλήσουν, σε Αισχίν. 4. καθιστώ, κάνω κάποιον ή κάτι να αποκτήσει μια συγκεκριμένη ιδιότητα, ἀποδίδωμι τὴν τέρψιν βεβαιοτέραν, σε Ισοκρ. 5. παραδίδω, παραχωρώ, χαρίζω (πιθ. και πωλώ) ως δούλο, σε Ευρ.· ἀποδίδωμι ἐπιστολήν, παραδίδω μια επιστολή, σε Θουκ. 6. λόγον ἀποδίδωμι, δίδω, παραδίδω λογαριασμό, Λατ. rationes referre, σε Δημ.· αφηγούμαι, εξιστορώ κάτι, σε Ευρ. 7. ἀποδίδωμι ὅρκον, βλ. ὅρκος. II. αμτβ., αυξάνομαι, παραπλήσιο του ἐπιδίδωμι III· ἢν ἡ χώρη ἐπιδιδοῖ ἐς ὕψος καὶ ἀποδιδοῖ ἐς αὔξησιν, σε Ηρόδ.· εκτός εάν η φράση αυτή σημαίνει το αντίθετο· εάν η καλλιεργήσιμη γη αυξηθεί σε μήκος και πλάτος και παρουσιάσει ωστόσο μείωση παραγωγικότητας, καρποφορίας. III. Μέσ., παραδίδω κάτι με τη θέλησή μου, πωλώ, σε Ηρόδ., Αττ.· ἀποδίδωμί τι ἐς Ἑλλάδα, φέρνω κάτι στην Ελλάδα και εκεί το πωλώ, σε Ηρόδ.· ἀποδίδωμι τοῦ εὑρίσκοντος, πωλώ κάτι στην αξία του, το κοστολογώ στην τιμή που μπορεί να «πιάσει» στην αγορά, σε Αισχίν.· στην Αθήνα, ενοικιάζω, εκμισθώνω, μισθώνω τους δημοσίους φόρους, σε Δημ.