Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὅρκος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὅρκος, (βλ. κατωτ.), I. 1. αντικείμενο στο όνομα του οποίου κάποιος παίρνει όρκο, μάρτυρας όρκου, όπως η Στύγα στους θεούς, σε Όμηρ. κ.λπ.· απ' όπου, 2. όρκος, στον ίδ. κ.λπ.· ὅρκοςθεῶν, όρκος στο όνομα των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· ὅρκονὀμόσαι, παίρνω όρκο, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὅρκον ἐπιορκεῖν, καταπατώ τον όρκο μου, σε Αισχίν.· ὅρκον διδόναι καὶ δέξασθαι, προσφέρω όρκο σε κάποιον και δέχομαι ως αντάλλαγμα τον δικό του όρκο, σε Ηρόδ., Αττ.· ὅρκον ἀποδιδόναι, παίρνω όρκο, ἀπολαμβάνειν, αποδέχομαι τον όρκο, σε Δημ.· ομοίως, ὅρκονδιδόναι καὶ λαμβάνειν, σε Αριστ.· ὅρκοις τινὰ καταλαμβάνειν, δένω κάποιον με όρκους, σε Θουκ.· ὅρκῳ ἐμμένειν, μένω σταθερός στον όρκο μου, τον τηρώ, σε Ευρ.· εἶπαι ἐπ' ὅρκου, ισχυρίζομαι κάτι παίρνοντας όρκο, σε Ηρόδ. II. Ὅρκος, προσωποποιημένος γιος της Έριδας (Ἔρις), θεότητα που τιμωρεί τους επίορκους, σε Ησίοδ. κ.λπ. (η λέξη ὅρκος ισοδυν. αρχικά με τη λέξη ἕρκος, όπως το ὁρκάνη με το ἑρκάνη, από ἔργω, εἴργω· κανονικά, αυτό που αποτρέπει κάποιον να κάνει κάτι).