LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀπάτη"
- ἀπάτη[ᾰπᾰ-], ἡ (πιθ. από ἅπ-τομαι, πρβλ. ἀπαφίσκω)· 1. δόλος, πανουργία, εξαπάτηση, τέχνασμα, αγυρτεία, σε Ομήρ. Ιλ.· στρατήγημα, στρατηγικό τέχνασμα στον πόλεμο, σε Θουκ.· στον πληθ., δολοπλοκίες, μηχανορραφίες, σε Όμηρ. 2. δολιότητα, παραπλάνηση, εξαπάτηση, δολοπλοκία, σε Ηρόδ., Αττ.
- ἀπᾰτήλιος, -ον, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαπατά, πανούργος· ἀπατήλια εἰδώς, αυτός που είναι προικισμένος, ικανός στο να δολοφονηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπατήλιον βάζειν, στο ίδ.
- ἀπατηλός, -ή, -όν ή -ός, -όν, = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
- ἀπᾰτητικός, -ή, -όν (ἀπατάω), αυτός που μπορεί εύκολα να εξαπατά, ο δολερός, σε Ξεν.
- ἀ-πάτητος, -ον (πᾰτέω), αυτός που δεν έχει πατηθεί, απάτητος, σε Ανθ.