Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπάτη"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
ἀπάτη[ᾰπᾰ-], (πιθ. από ἅπ-τομαι, πρβλ. ἀπαφίσκω1. δόλος, πανουργία, εξαπάτηση, τέχνασμα, αγυρτεία, σε Ομήρ. Ιλ.· στρατήγημα, στρατηγικό τέχνασμα στον πόλεμο, σε Θουκ.· στον πληθ., δολοπλοκίες, μηχανορραφίες, σε Όμηρ. 2. δολιότητα, παραπλάνηση, εξαπάτηση, δολοπλοκία, σε Ηρόδ., Αττ.
ἀπᾰτήλιος, -ον, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαπατά, πανούργος· ἀπατήλια εἰδώς, αυτός που είναι προικισμένος, ικανός στο να δολοφονηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπατήλιον βάζειν, στο ίδ.
ἀπατηλός, , -όν ή -ός, -όν, = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
ἀπᾰτητικός, , -όν (ἀπατάω), αυτός που μπορεί εύκολα να εξαπατά, ο δολερός, σε Ξεν.
ἀ-πάτητος, -ον (πᾰτέω), αυτός που δεν έχει πατηθεί, απάτητος, σε Ανθ.