LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀπαφίσκω"
- ἀπ-ᾰφίσκω, μέλ. -αφήσω, αόρ. βʹ -ήπᾰφον· (ἅπτομαι, Λατ. palpare, ἁφή)· όπως το ἀπατάω, εξαπατώ, παραπλανώ, καταδολιεύω, σε Ομήρ. Οδ.