Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνδρεῖος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνδρεῖος, , -ον, Ιων. -ήιος, , -ον, συγκρ. και υπερθ. ἀνδρειότερος, -ότατος, ακόμα και στον Ηρόδ.· (ἀνήρI. αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον άνδρα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· για το αὐλοὶ ἀνδρεῖοι, βλ. αὐλός. II. 1. αρρενωπός, αρσενικός, ανδροπρεπής, σε Ηρόδ., Αττ.· με αρνητική σημασία, ξεροκέφαλος, πεισματάρης, σε Λουκ· ουδ. τὸἀνδρεῖον, με κράση τἀνδρεῖον = ἀνδρεία, σε Ευρ., Θουκ. 2. λέγεται για πράγματα, δυνατό, ζωηρό, σε Αριστοφ. III.ἀνδρεῖα, τά, τα δημόσια γεύματα των Κρητών, παλαιότερο όνομα επίσης για τα σπαρτιατικά φειδίτια, σε Αλκμ., σε Πλούτ.