Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὐλός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αὐλός, (ἄημι, φυσῶ), 1. αυλός ή καλύτερα φλογέρα (γιατί παίζεται με επιστόμιο, γλωσσίς, σε Αισχίν.), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αὐλοὶ ἀνδρήιοι και γυναικήιοι, Λατ. tibiae dextrae και sinistrae, μπάσοι και υψίφωνοι, σε Ηρόδ.· μερικές φορές ένα πρόσωπο έπαιζε δύο αυλούς (αὐλοί) συγχρόνως, σε Θεόκρ.· αὐλὸς Ἐνυαλίου, δηλ. σάλπιγγα, σε Ανθ.· ὑπ' αὐλοῦ, προς τον ήχο του αυλού, σε Ηρόδ.· ομοίως, πρὸςαὐλόν, ὑπὸ τὸν αὐλόν, σε Ξεν. 2. οτιδήποτε μοιάζει με αυτό, όπως η υποδοχή, η οπή για την περόνη, η εγκοπή στην οποία εφάρμοζε η γλώσσα της πόρπης, σε Όμηρ.· φυσητήρας, στόμιο σωλήνα, σε Θουκ.· αὐλὸς παχύς, στην Ομήρ. Οδ. φαίνεται να σημαίνει την εκροή αίματος μέσα από το σωλήνα των ρουθουνιών.