Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χιτών"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
χῐτών, Ιων. κῐθών, -ῶνος, , I. ένδυμα που φοριέται πάνω από το δέρμα, «κατάσαρκα», Λατ. tunica. 1. στους παλαιότερους χρόνους, ένδυμα των ανδρών, σε Όμηρ.· μερικές φορές μαζί με αρχ. ζώνη και φτάνει μέχρι τα πόδια (τερμιόεις), σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ύφασμα, στο ίδ.· πάνω από αυτό φοριόταν μανδύας (χλαῖνάν τε χιτῶνά τε), τον οποίο έβγαζαν μέσα στο σπίτι· 2. στους μεταγεν. χρόνους, δύο είδη χιτῶνος, τον Ιωνικό και τον Δωρικό· ο Ιωνικός μοιάζει με τον Ομηρικό, αλλά φοριόταν από γυναίκες, καθώς και από άνδρες, σε Ηρόδ.· οι άνδρες τον απέβαλαν την εποχή του Περικλή, σε Θουκ.· ο Δωρικός εισήχθη στην Αθήνα, όταν ο Ιωνικός εγκαταλείφθηκε· ο Δωρικός χιτών φοριόταν επίσης από τις γυναίκες της Σπάρτης· ήταν μάλιστα ανοιχτός από τη μια πλευρά (σχιστός) και ενωνόταν με περόναι, σε Ηρόδ.· πάνω από τον χιτῶνα φοριόταν το ἱμάτιον. II. λέγεται για στρατιώτες, κάλυμμα του θώρακα, από δέρμα καλυμμένο με μεταλλικές λεπίδες ή κρίκους, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. III. πάνω μέρος παπουτσιού, σε πληθ., Ξεν. IV. μεταφ., κάθε κάλυμμα, περίβλημα ή θήκη, λάϊνος χιτών (βλ. λάϊνοςτειχέων κιθῶνες, δηλ. τείχη, σε Ηρόδ.· λέγεται για το δέρμα του ερπετού, σε Ευρ. (πιθ. λέξη ανατολική).
χῐτωνάριον, τό, υποκορ. του χιτών, σε Ανθ.
χῐτώνιον, τό, υποκορ. του χιτών, κυρίως γυναικείο ένδυμα ή πουκάμισο, σε Αριστοφ.· επίσης, λέγεται για άνδρες, σε Λουκ.
χῐτωνίσκος, , υποκορ. του χιτών, κοντό ένδυμα που φοριόταν από άνδρες, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για γυναίκες, πουκάμισο, σε Δημ.