Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λάϊνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λάϊνος[ᾱ], , -ον (λᾱας), 1. από λίθο ή μάρμαρο, λίθινος, μαρμάρινος, σε Όμηρ., κ.λπ.· λάϊνον ἕσσο χιτῶνα, φόρεσες πέτρινο χιτώνα, δηλ. λιθοβολήθηκες μέχρι θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μεταφ., αυτός που έχει λίθινη καρδιά, καρδιά από πέτρα, σε Θεόκρ.