Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χελιδών"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χελῑδών, -όνος, , κλητ. χελιδόν, επίσης χελιδοῖ (όπως αν προερχόταν από ονομ. χελιδώ)· χελιδόνι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. I. η λαλιά του χελιδονιού χρησιμοποιήθηκε παροιμ. για τις βάρβαρες γλώσσες από τους Έλληνες, σε Αισχύλ.· χελιδόνων μουσεῖα (βλ. μουσεῖονπαροιμ., επίσης, μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ, σε Αριστ. II. η μαλακή ουσία στην οπλή του αλόγου· λέγεται έτσι επειδή έχει μορφή διχάλας όπως η ουρά του χελιδονιού, σε Ξεν.