Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μουσεῖον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Μουσεῖον, τό (Μοῦσα),· 1. ναός, τέμενος των Μουσών, έδρα ή φωλιά των Μουσών, σε Αισχίν. 2. γενικά, σχολή τεχνών και γραμμάτων, στον ίδ.· μεταφ., μουσεῖα θρηνήμασι ξυνῳδά, χοροί (χορωδίες) που συνηχούν αρμονικά σε θρηνητικά τραγούδια, ελεγείες, σε Ευρ.· χελιδόνων μουσεῖα, χορωδίες χελιδονιών (που το κελάηδημά τους ήταν ένα είδος παρωδίας των βαρβαρικών γλωσσών), σε Αριστοφ.