Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χέω (√ΧΥ), μέλ. χεῶ, Επικ. χεύω, αόρ. αʹ ἔχεα, Επικ. ἔχευα, Επικ. υποτ. χεύομεν, παρακ. κέχῠκαΜέσ., μέλ. χέομαι, αόρ. αʹ ἐχευάμην, χευάμηνΠαθ., μέλ. χῠθήσομαι, αόρ. αʹ ἐχύθην [ῠ]· Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. αορ. βʹ χύτο [ῠ], ἔχυντο, χύντο, μτχ. χυμένος· παρακ. κέχῠμαι· Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. κέχῠντο.
Ριζική σημασία, χύνω· I. 1. λέγεται κυρίως για υγρά, χύνω έξω, χύνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· Ζεὺς χέει ὕδωρ, δηλ. ρίχνει βροχή, σε Ομήρ. Ιλ.· χέει χιόνα βορέας, σε Ευρ.· απόλ. χέει, χιονίζει, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., χύνω, προσφέρω σε κάποιον, ιδίως, λέγεται για σπονδές, χοὰς χεόμην νεκύεσσι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.Παθ., χέονται κρῆναι, ρέουν προς τα έξω, σε Ευρ.· χυθέντος ποτοῦ ἐς γῆν, σε Σοφ. 2. χέω δάκρυα, χύνω δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.Παθ., λέγεται για δάκρυα, χύνω, σε Όμηρ.· επίσης, λέγεται για αίμα, χύνομαι, σε Αισχύλ. 3. σε Παθ., γίνομαι υγρός, λιώνω, τήκομαι, σε Ξεν. II. 1. λέγεται για στερεά, χύνω, σκορπίζω, φύλλα, σε Ομήρ. Ιλ.· πτερά, σε Ομήρ. Οδ.· χέω κόνιν κὰκ κεφαλῆς, σε Όμηρ.· χέω καλάμην χθονί, χρησιμοποιείται για τον θεριστή ή αλωνιστή (βλ. καλάμη), σε Ομήρ. Ιλ. 2. όπως το χώννυμι, ρίχνω χώμα, έτσι ώστε να σχηματίσω λόφο, σῆμα, τύμβον χέω, σε Όμηρ. 3. χέω δούρατα, ρίχνω ως βροχή δόρατα, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., βέλεα χέοντο, έριχναν τα βέλη τους σαν βροχή, στο ίδ. 4. αφήνω κάτι να πέσει κάτω, ρίχνω κάτω, ἠνία, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, χέειν κρόκου βαφάς (βλ. βαφή II), σε Αισχύλ.· αλλά, καρπὸν χέω, χρησιμ. για δέντρα, παράγω καρπούς σε αφθονία, σε Ομήρ. Οδ. 5. Παθ., ρίχνομαι ή συσσωρεύομαι στο ίδιο μέρος, σε Όμηρ., Ηρόδ. 6. Παθ., επίσης λέγεται για ανθρώπους, χύνομαι ή εξορμώ σαν ποτάμι· III. 1. μεταφ., χρησιμ. για ήχους, βγαίνω προς τα έξω, φωνήν, αὐδήν, σε Ομήρ. Οδ.· φθόγγον, σε Αισχύλ. 2. λέγεται για πράγματα που συσκοτίζουν την όψη, κατ' ὀφθαλμῶν χέειν ἀχλύν, απλώθηκε ένα σκοτεινό σύννεφο πάνω από τα μάτια, σε Ομήρ. Ιλ.· πολλὴν ἠέρα χεῦε, απλώθηκε ομίχλη έξω, σε Ομήρ. Οδ.Παθ., ἀμφὶ δέ οἱ θάνατος χύτο, απλώθηκε γύρω από αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.· νόσος κέχυται, σε Σοφ.· φρὶξ ἐπὶ πόντον ἐχεύατο (Μέσ. με Παθ. σημασία), σε Ομήρ. Ιλ. 3. λέγεται για ανθρώπους, ἀμφ' αὐτῷ χυμένη, ρίχτηκε γύρω από αυτόν, τον αγκάλιασε, σε Όμηρ.· ομοίως, στη Μέσ., ἀμφὶ ὑιὸν ἐχεύατο πήχεε, σε Ομήρ. Ιλ. 4. Παθ. παρακ. κέχυμαι, είμαι εξ ολοκλήρου παραδεδομένος σε κάτι, Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι, σε Πίνδ.