Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καλάμη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κᾰλάμη[ᾰ], (βλ. κάλαμος), 1. κοτσάνι, στέλεχος, το άχυρο του σιταριού· μεταφ., αἶψα φυλόπιδος πέλεται κόρος, ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν, ἄμητος δ' ὀλίγιστος, οι άντρες γρήγορα κοραίνονται απ' την μάχη, εκεί όπου το ξίφος ρίχνει πολλούς σαν άχυρα στο έδαφος, ενώ λίγος είναι ο θεριζόμενος καρπός, δηλ. ενώ είναι μεγάλη σφαγή, το κέρδος απ' τη μάχη είναι λίγο, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. πυρῶν, άχυρο από σιτάρι, σε Ηρόδ. 2. κοτσάνι, στέλεχος χωρίς το στάχυ του σιταριού, θερισμένο σιτάρι· μεταφ., λέγεται για ηλικιωμένο άντρα, καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰσορόωντα γιγνώσκειν, μπορείς ακόμα να αντιληφθείς τα υπολείμματα της πρότερης δύναμης, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι, κρίνω από τα υπολείμματα, απομεινάρια, σε Λουκ.