Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φερνή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φερνή, (φέρω), αυτό το οποίο φέρνει μαζί της η νύφη στο γάμο (πρβλ. ἕδνον), προίκα, μερίδιο, Λατ. dos, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης σε πληθ., προίκα που αποτελείται από πολλά δώρα, σε Ευρ.· αλλά, φερναὶ πολέμου, λέγεται για γυναίκα που αποκτήθηκε στη μάχη, στον ίδ.· σε πληθ. επίσης, νυφικά δώρα, σε Ευρ.