LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἕδνον"
- ἕδνον, τό (πιθ. από τα ἁδεῖν, ἡδύς)· I. κυρίως στον πληθ. ἕδνα, Επικ. ἔεδνα, το γαμήλιο δώρο που προσφέρει ο μνηστήρας στη νύφη ή στους γονείς της (φερνή, η προίκα της νύφης), σε Όμηρ., Αισχύλ. II. τα γαμήλια δώρα που προσφέρονταν στη νύφη από τους ανθρώπους της οικογένειάς της, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.