Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τρίβω"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
τρίβω, μέλ. τρίψω, αόρ. ἔτριψα, απαρ. τρῖψαι, παρακ. τέτρῐφαΠαθ., μέλ. τρῐβήσομαι και τετρίψομαι, αόρ. ἐτρίφθην, αόρ. βʹ ἐτρίβην [ῐ], παρακ. τέτριμμαι, Ιων. γʹ πληθ. τετρίφᾰται· I. 1. τρίβω, δηλ. αλωνίζω το σιτάρι, σε Ομήρ. Ιλ.· μοχλὸν τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, να περιστρέψει το μοχλό μέσα στο μάτι του, σε Ομήρ. Οδ.· χρυσὸν βασάνῳ τριβόμενον, να το τρίψεις έτσι ώστε να ελέγξεις την καθαρότητά του (πρβλ. παρατρίβω), σε Θέογν.Μέσ., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε τρίβεσθαι μύσος, προστρίβω πάνω στα ιερά το μόλυσμά μου, τα μιαίνω, τα μολύνω, σε Αισχύλ. 2. τρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, κοπανίζω, ζυμώνω, σε Αριστοφ. κ.λπ. 3. συμπιέζω, συνθλίβω, συντρίβω, βότρυν, στον ίδ. II. 1. φθείρω δια της τριβής, καταστρέφω ενδύματα — Παθ., λέγεται για οδό, την φθείρω με το πάτημα ή την εξομαλύνω, ἀτραπὸς τετριμμένη, στον ίδ. 2. λέγεται για χρόνο, κατατρίβω, διάγω, δαπανώ, Λατ. terere vitam, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., χάνω χρόνο, αναβάλλω, σε Αισχύλ. 3. ερημώνω χώρα, σε Ευρ. III. μεταφ., 1. λέγεται για πρόσωπα, φθείρω, καταστρέφω, αφανίζω, σε Ησίοδ.· Παθ., καταστρέφομαι, φθείρομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.Μέσ., τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὑτήν, λέγεται για εσωτερικὲς συγκρούσεις, στον ίδ.Παθ., τριβόμενος λεώς, καταπιεζόμενος λαός, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για χρήματα και περιουσία, κατασπαταλώ, διασκορπίζω, διασπαθίζω, στον ίδ. 3. μεταχειρίζομαι συνέχεια, σε Αριστοφ. 4. Παθ., ασχολούμαι πολύ με κάτι ή είμαι δοσμένος ολόψυχα σε κάτι, σε Ηρόδ.
τρίβων[ῐ], -ωνος, , παλιό και φθαρμένο πανωφόρι, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
τρίβων, , , ως επίθ., 1. ασκημένος ή έμπειρος σε κάτι, με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 2. απόλ., άνθρωπος πανούργος, πολυμήχανος και απατεώνας, σε Αριστοφ.
τρῐβωνικῶς, επίρρ. όπως ο τρίβων, μυστηριωδώς, με πανουργία, σε Αριστοφ.
τρῐβώνιον, τό, υποκορ. του τρίβω, σε Αριστοφ.