Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παρατρίβω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρα-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, I. τρίβω κάτι δίπλα ή μαζί με κάτι άλλο, παρατρίβω χρυσὸν ἀκήρατον ἄλλῳ χρυσῷ (ενν. εἰς βάσανον), τρίβω καθαρό χρυσό μαζί με άλλο χρυσό στη λίθο της Λυδίας για να δω τα σημάδια που αφήνουν και τη διαφορά τους, σε Ηρόδ. II. παρατρίψασθαι τὸ μέτωπον, Λατ. frontem perfricare, σκληραίνω το μέτωπο από το τρίψιμο, δηλ. σκληραίνομαι, γίνομαι αναίσθητος, σε Στράβ.