Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τιμάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τῑμάω, μέλ. τιμήσω, αόρ. ἐτίμησα, παρακ. τετίμηκαΜέσ., μέλ. τιμήσομαι, με Παθ. σημασία· αόρ. ἐτιμησάμηνΠαθ., μέλ. τιμηθήσομαι και τετιμήσομαι, αόρ. ἐτιμήθην, παρακ. τετίμημαι· (τιμήI. τιμώ, σέβομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., απονέμω τιμές, σε Δημ.· απ' όπου απλώς, ανταμείβω, σε Ηρόδ., Ξεν.Παθ., τιμώμαι, λαμβάνω τιμές, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., τιμῆς τετιμῆσθαι, είμαι άξιος τιμών, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για πράγματα, έχω σε τιμή, εκτιμώ, αποδίδω μεγάλη αξία σε κάτι, σε Πίνδ., Ευρ.· επίσης, = προτιμάω, σε Αισχύλ. 2. με γεν. του τιμήματος, υπολογίζω, εκτιμώ ή ορίζω συγκεκριμένη τιμή κάποιου πράγματος, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ. 3. σπανίως, παρέχω ως τιμή, σε Πίνδ., Σοφ. III. ως Αττ. δικανικός όρος· 1. στην Ενεργ., λέγεται για τον δικαστή, ορίζω την τιμωρία του καταδικασθέντος, επιβάλλω ποινή, Λατ. litem aestimare, σε Πλάτ.· τιμάω τὴν μακράν τινι, του επιβάλλω την εσχάτη των ποινών, δηλ. τον καταδικάζω σε θάνατο, σε Αριστοφ.· απόλ., τιμᾶν βλέπω, επιβάλλω ποινή στα μάτια μου, στον ίδ.· η ποινή ή καταδίκη εκφέρεται με γεν., τιμάω τινὶ θανάτου (ενν. δίκην), εκδίδω απόφαση θανάτου εναντίον κάποιου, δηλ. τον καταδικάζω σε θάνατο, σε Πλάτ., Δημ.· τίνος τιμήσεις αὐτῷ προσδοκᾷς τὸ δικαστήριον; τί ποινή περιμένεις ότι θα ορίσει γι' αυτόν το δικαστήριο; σε Δημ.Παθ., τιμᾶσθαι ἀργυρίου, να καταδικαστείς σε πρόστιμο· τινος, για κάποιο πράγμα, σε Νόμ. παρά Δημ. κ.λπ. 2. Μέσ., λέγεται για τους διαδίκους ενώπιον δικαστηρίου (πρβλ. τίμημα 2), α) λέγεται για τον κατήγορο, τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου (ενν. τὴν δίκην), εξαιτίας μου, καταδικάστηκε σε θάνατο (γεν. τιμήματος), σε Πλάτ. κ.λπ. β) λέγεται για τον κατηγορούμενο, τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ, να ορίσω τέτοιο τίμημα για τον εαυτό μου, στον ίδ. γ) με αιτ. της ποινής ή του εγκλήματος, πέντε μυριάδων τιμησάμενος τὴν δίκην, σε Πλούτ. κ.λπ.