Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τίμημα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τίμημα, -ατος, τό (τῑμάω1. εκτίμηση, σε Ευρ., Δημ. 2. εκτίμηση γενομένης ζημίας, ποινή, Λατ. litis aestimatio, σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, πληρωμή, αποζημίωση, τύμβου, λόγω αμέλειας για τον τάφο του, σε Αισχύλ. 3. αξία περιουσίας που υπόκειται σε φορολόγηση, φορολογήσιμη περιουσία, Λατ. census, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἡ ἀπὸ τιμημάτων πολιτεία = τιμοκρατία, σε Ξεν.